Μυκηναία

Μυκηναία
Μυκηναί̱ᾱ , Μυκηναῖος
Mycene
fem nom/voc/acc dual
Μυκηναί̱ᾱ , Μυκηναῖος
Mycene
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μυκηναίᾳ — Μυκηναί̱ᾱͅ , Μυκηναῖος Mycene fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • μυκηναίος — α, ο (ΑΜ μυκηναῑος, αία, ον, Α θηλ. και μυκηνίς, ίδος, δωρ. τ. αρσ. ως ουσ. μυκανεύς, έως) [Μυκήναι] 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τις Μυκήνες, μυκηναϊκός («πρὸς ἀλκὴν... Μυκηνίδα», Ευρ.) 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”